- παραπήχιον
- παραπήχιον, τό,A radius or small bone of the forearm, opp. προπήχιον (ulna), Poll.2.142.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραπήχιον — τὸ, Α το μικρότερο από τα δύο οστά τού πήχη, η κερκίδα, σε αντιδιαστολή προς το προπήχιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πῆχυς + επίθημα ιον] … Dictionary of Greek